- εξίπταμαι
- ἐξίπταμαι (AM)πετώ μακριά ή πετώ προς τα έξω («ἤ ποιεῑ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίπταμαι «πετώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξίπταμαι — ἐκπέτομαι fly out pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)